- φέρτατος
- -άτη, -ον, Α(επίθ. υπερθ. βαθμού)1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ.β. «ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ' ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.)2. (για πράγμ.) ο πιο καλός, άριστος («μακάριος, ὅς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήϊ», Πίνδ.)3. φρ. «κακῶν φέρτατον» — μεταξύ δύο αρνητικών καταστάσεων καλύτερη είναι η λιγότερο δυσάρεστη (Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φέρτερος].
Dictionary of Greek. 2013.